- υπέρδεινος
- -ον, Α1. πολύ φοβερός2. πάρα πολύ επικίνδυνος3. πάρα πολύ επιδέξιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + δεινός «φοβερός, τρομερός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρδεινος — exceedingly alarming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρδεινον — ὑπέρδεινος exceedingly alarming masc/fem acc sg ὑπέρδεινος exceedingly alarming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρδεινα — ὑπέρδεινος exceedingly alarming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek